- άκλεφτος
- -η, -ο (Α ἄκλεπτος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που δεν κλέβει2. εκείνος που δεν τόν έχουν κλέψει, που δεν έχει υποστεί κλοπήαρχ.αυτός που δεν εξαπατά, ο τίμιος (Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κλέπτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άκλεφτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν κλέφτηκε: Δεν είχαν αφήσει μαγαζί άκλεφτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)